πληθυντικά

πληθυντικά
πληθυντικός
plural
neut nom/voc/acc pl
πληθυντικά̱ , πληθυντικός
plural
fem nom/voc/acc dual
πληθυντικά̱ , πληθυντικός
plural
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πληθυντικάς — πληθυντικά̱ς , πληθυντικός plural fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυντικός — ή, ό / πληθυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθύνω] φρ. «πληθυντικός αριθμός» ή, απλώς, «πληθυντικός» γραμμ. ο αριθμός στην κλίση ονομάτων και ρημάτων που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ζώα ή πράγματα νεοελλ. φρ. «τού μιλώ στον πληθυντικό» απευθύνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”